εξευγενίζομαι

εξευγενίζομαι
εξευγενίζομαι, εξευγενίστηκα εξευγενισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεξημερούμαι — όομαι, Α [ἐξημεροῡμαι] εξημερώνομαι, εξευγενίζομαι συγχρόνως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”